Gesellschaft Griechischer Autor:Innen in DE e.V
Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων Γερμανίας

Liebe Leser, mit diesem Beitrag starten wir den Versuch, regelmäßig einige Bücher aus der jüngsten und auch älteren Verlagsproduktion vorzustellen, die entweder bereits von uns gelesen wurden und uns sehr gefallen haben oder die unsere Aufmerksamkeit erregt haben und die wir gerne lesen möchten. Wir hoffen, dass auch ihr sie interessant findet und freuen uns auf eure eigenen Vorschläge.

Für die Büchervorstellungen und Kritiken sind die Verfasser und die Autoren, die uns die Bücher leihen, verantwortlich. Die GGAD e.V. haftet nicht.

Dear readers, with this post, we are starting an effort to regularly recommend some books from recent and not-so-recent publishing productions that either we have already read and really enjoyed or that caught our attention and we would like to read. We hope you find them interesting as well, and we look forward to your own suggestions.

The authors and those who lend us the books are responsible for the book presentations and reviews. GGAD e.V. assumes no liability.

Αγαπητοί αναγνώστες, με αυτή την ανάρτηση ξεκινάμε μια προσπάθεια να προτείνουμε τακτικά κάποια βιβλία από την πρόσφατη και παλαιότερη εκδοτική παραγωγή, τα οποία είτε έχουμε ήδη διαβάσει και μας άρεσαν πολύ είτε μας τράβηξαν την προσοχή και θέλουμε να τα διαβάσουμε. Ελπίζουμε να τα βρείτε κι εσείς ενδιαφέροντα και αναμένουμε και τις δικές σας προτάσεις.

Για τις παρουσιάσεις βιβλίων και τις κριτικές είναι υπεύθυνοι οι συγγραφείς και όσοι μας δανείζουν τα βιβλία. Η GGAD e.V. δεν φέρει καμία ευθύνη.

books-2568151
books-1204029_1920

Πέτρος Κυρίμης: «Κάποτε στον Πειραιά»

Ένα βιβλίο-ύμνος στην πόλη του Πειραιά, στις φτωχογειτονιές, στο λιμάνι, στα πιο ακριβά προάστια, ένα «σενάριο» που μόνο ένας Ελία Καζάν, ένας Νίκος Κούνδουρος, ένας Μιχάλης Κακογιάννης, ένας Πάνος Τζαβέλλας, ένας Ερρίκος Θαλασσινός, θα μπορούσε να το κάνει κινηματογραφική ταινία, ένα μυθιστόρημα που παραπέμπει στα ένδοξα χρόνια του ’50 και του ’60 και, τέλος, ένα κοινωνιολογικό πόνημα που αναλύει σε όλες του τις πτυχές το λαϊκό ένστικτο, την παρανομία, την Τρούμπα και την τεράστια ανάγκη του αμερικάνικου ονείρου, πέραν όλων των άλλων, συμπληρώνει το έργο του έξοχου πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου, ο οποίος τόσα και τόσα έχει γράψει, προσφέρει και προκαλέσει για τον συγκεκριμένο τόπο, με τις τόσες ιδιαιτερότητες και τις τόσες ομορφιές.

Πράγματι, τέσσερις φίλοι (υπάρχει και ένας πέμπτος που παρουσιάζεται ως φίλος μόνο στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου), για τους οποίους έχει γραφτεί από τη μοίρα ο θάνατος των τριών (κάτι που πραγματικά συμβαίνει, κάτι που η γύφτισσα βλέπει καθαρά, τρέμοντας ολόκληρη), διαχέονται στην αφήγηση, ο καθένας με τα δικά του προβλήματα, όλοι χωρίς πατέρα, όλοι χωρίς δουλειά, άλλοι στο αναμορφωτήριο και άλλοι ζωγραφίζοντας ή σπουδάζοντας αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Αλλά και γυναίκες, μητέρες, αδελφές, ερωμένες, φίλες και άλλοι, ο επιστάτης, ο χαμένος πατέρας, το αφεντικό στο μπαρ, ο φίλος στο υπερωκεάνιο και οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες, ο αστυνομικός διευθυντής, οι μπάτσοι, ο επικεφαλής στο ιρλανδέζικο, δευτερεύοντες δηλαδή που παίζουν τεράστιο ρόλο στη διαδικασία της πορείας μέσα στον μυθιστορηματικό χρόνο. Ένας χρόνος ο οποίος, ως αφηγητής και συγγραφέας, περιγράφει τα σημαινόμενα, τους θανάτους, τις δυσκολίες προσαρμογής, τα βάσανα, την κατάληξη των ηρώων. Καθώς ο πρώτος της παρέας θα χαθεί σε εργατικό ατύχημα στα ναυπηγεία του Περάματος, ο δεύτερος σχεδόν θα αυτοκτονήσει από έναν άτυχο έρωτα, ενώ ο τρίτος θα αυτοκτονήσει πραγματικά, όταν μαθαίνει την τραγική αλήθεια, με το καλώδιο της λάμπας. Μια ιστορία δηλαδή που ξεκινά με μια παρέα πέντε εφήβων (και τι άλλο θα μπορούσε να κάνει αυτή η παρέα πέρα από παιχνίδι και ανεμελιά) και καταλήγει στον μοναδικό επιζήσαντα, ο οποίος και θα καταφέρει να φτιάξει οικογένεια (καλύτερα, θα αποκτήσει) αφήνοντας πίσω του τους βρόμικους δρόμους, στους οποίους και κινείτο, ανάμεσα στην παρανομία, στους οίκους ανοχής και στους τσακωμούς με διάφορους άλλους του ίδιου διαμετρήματος.

Το μυθιστόρημα Κάποτε στον Πειραιά του Πέτρου Κυρίμη δομείται πάνω σε τρεις βασικά πυλώνες. Κατ’ αρχάς, το συναίσθημα. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι φορές στη διάρκεια της ανάγνωσης, που τα μάτια μας βουρκώνουν από τη δραματικότητα με την οποία παραθέτει τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Ο Κυρίμης ξέρει πως πρέπει να βάλει πολύ συναίσθημα στο βιβλίο του, δεν θα κάνει πίσω με τα επεισόδια τα οποία η Ιστορία κατέχει, δεν θα χαλαλίσει παρά μόνο στην έξοδο (αντιστρέφοντας ό,τι γνωρίζαμε για τα δραματικά μυθιστορήματα), θα πριμοδοτήσει το έργο με όσο πιο πολύ δάκρυ μπορεί να προκαλέσει ή να υφαρπάξει. Ο δεύτερος πυλώνας είναι το εκπληκτικό μοντάζ. Είναι κυριολεκτικά αληθινή η τεράστια ικανότητα του συγγραφέα να βάζει εκεί που πρέπει το κάθε δρώμενο, με την ευχέρεια που κάποιος βάζει ορισμένες λέξεις στη σειρά, προκειμένου η αράδα να αποκτήσει κάποιο νόημα. Ένα δηλαδή όχι εντελώς σχέδιο σεναρίου, αλλά ένα ολόκληρο έργο, το οποίο και θα μπορέσει να χαρακτηριστεί σαν προχωρημένο με ό,τι έχει περιγράψει. Με αυτή τη λογική, το μοντάζ έρχεται να αναλύσει κατά κάποιον τρόπο (αφήνοντας δηλαδή τους θανάτους και τις βιαιότητες) έτσι ώστε προσαρμοζόμαστε στη συνέχεια, ταυτιζόμαστε με ό,τι ζωντανό ακόμη υπάρχει, περιπλανιόμαστε μαζί του και, τέλος, χωνεύουμε πιο εύκολα τις όποιες ανατροπές (τον τρίτο πυλώνα), ο οποίος όχι μόνο λειτουργεί ως τέχνασμα αλλά και ως μια προσπάθεια να ανατραπούν όλοι οι κανόνες δέσμευσης, ως ένα υποστύλωμα ενός μυθιστορήματος που σε όλη του την ένταση φορτίζει απρόσμενα, ενώ στο τέλος θέλει να ξεμπουκώσει και το κάνει με κάτι το εντελώς φοβερό και ως σύλληψη, αλλά και ως παράθεση. Αυτή η διάκριση των περισσότερων μυθιστορημάτων, και τούτου του Κυρίμη, φανερώνει πως ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να μας συνηθίσει στις πολλές ανατροπές, προκειμένου να αφοσιωθεί στους ήρωές του και σε όσους έχει εκεί πλάι του, να αφήσει ελεύθερες όλες τους τις επιθυμίες, να χαρούν τον έρωτά τους, να δρομολογήσουν τη ζωή τους διαφορετικά, να εγκαταλείψουν στο παρελθόν τις εξιδανικευμένες πράξεις και συμβολισμούς, τέλος, να μεγαλώσουν στη ματιά τους τη διαφορετικότητα μιας ήρεμης και μιας επικίνδυνης σχέσης, αποφασίζοντας ακόμη και για το ταξίδι τους στην Αμερική. Ο Κυρίμης αγαπά ιδιαίτερα τον Λουκά και την Ελένη, γράφει για την ομορφιά τους και τα σπάνια προτερήματα που έχουν ως ζευγάρι και μεταφέρει αυτό το μήνυμα στους αναγνώστες, με στόχο να μιλήσει για μια μεγάλη αγάπη, η οποία στήθηκε χάρις στη θέληση και των δυο, χάρις στο πλαίσιο που ο ίδιος επέλεξε και για αυτούς αλλά και για τους υπόλοιπους.

Άλλωστε, ο μύθος είναι αποκλειστικό προνόμιο των αναγνωστών, οι οποίοι και θα τον απολαύσουν, έστω και αν σε κάποιες στιγμές αναριγήσουν ή αισθανθούν να δακρύζουν.

Καθ’ όλη τη διάρκεια συγγραφής του συγκεκριμένου σημειώματος για το βιβλίο του Κυρίμη, η προσπάθεια ήταν να μην αποκαλυφθεί κάτι σημαντικό (να λεχθούν δηλαδή όσο το δυνατόν λιγότερα για την πλοκή) προκειμένου να μη χαθεί η μαγεία αλλά και οι όποιες (όπως είπαμε) ανατροπές που το χαρακτηρίζουν και του δίνουν μια ευρηματική χροιά. Άλλωστε, ο μύθος είναι αποκλειστικό προνόμιο των αναγνωστών, οι οποίοι και θα τον απολαύσουν, έστω και αν σε κάποιες στιγμές αναριγήσουν ή αισθανθούν να δακρύζουν. Έτσι, από την πλευρά μας αφήνουμε το έργο σε χέρια έμπειρων χρηστών της λογοτεχνίας, λέγοντας τα απολύτως απαραίτητα, συμπεριφερόμενοι ως η Πυθία και απλώς δημοσιοποιώντας λίγες από τις πτυχές που πρόσφερε το κείμενο για τον λήπτη, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν αλλιώς και εν προκειμένω με την απαιτούμενη προσοχή.

pkirimΟ συγγραφέας Πέτρος Κυρίμης, Έλληνας της διασποράς, ζώντας ανάμεσα σε Γερμανία και Ελλάδα, ασφαλώς δεν είναι κάποιος νέος (άρα και άπειρος) δημιουργός αλλά ένας δόκιμος αφηγητής, ο οποίος έχει δώσει στο παρελθόν εξαιρετικά μυθιστορήματα. Εμείς ως κριτική πένα παρακολουθούμε τα έργα του έχοντας μια άποψη για το σύνολο, έτσι μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε πως το Κάποτε στον Πειραιά είναι από τα καλύτερά του. Γιατί πέρα από διαδραστικές ανατροπές, το συγκεκριμένο πόνημα καταγράφει –με όση φαντασία μπορεί να εμπεριέχει– τη ζωή στις συγκεκριμένες δεκαετίες στον Πειραιά, στην Τρούμπα, στο λιμάνι, σε όλο το μήκος και το πλάτος μιας πόλης η οποία υπήρξε συναρπαστική και ανάμεικτη, εντυπωσιακή και οδυνηρή, υπερβολικά παρωχημένη και ρεαλιστικά σκηνική.

Κάποτε στον Πειραιά
Πέτρος Κυρίμης
Κλειδάριθμος
280 σελ.
ISBN 978-960-461-925-2
Τιμή €14,40

Αγλαΐα Μπλιούμη: Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα

H Αγλαΐα Μπλιούμη γεννήθηκε το 1972 στη Στουτγάρδη. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο ΑΠΘ και αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Είναι συγγραφέας και επίκουρη καθηγήτρια γερμανικής λογοτεχνίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα, αποτελεί το πρώτο της λογοτεχνικό εγχείρημα στα ελληνικά.

Ένα μυθιστόρημα για την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης, τις ελληνογερμανικές σχέσεις και την κοινή ευρωπαϊκή μνήμη. 

Σε συνέντευξή της στη σελίδα literature.gr επισημαίνει ότι "το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό. Όπως αναφέρω στο τελευταίο κεφάλαιο πρόκειται για αυτομυθοπλασία (autofiction), όρο που ρητά δανείζομαι από την Χέρτα Μύλλερ, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να αναιρείται η περαιτέρω ταυτοποίηση του βιβλίου μου ως αμιγώς αυτοβιογραφικού. Δεν έγραψα «λογοτεχνία των γκάσταρμπάιτερ», υπάρχουν σήμερα συγγραφείς στη Γερμανία που πολύ συνειδητά γράφουν πάλι «λογοτεχνία των γκάσταρμπάιτερ», όπως ο βραβευμένος με το Βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας 2023, συγγραφέας τουρκικής καταγωγής Dinçer Güçyeter. Ο Güçyeter με το βραβευμένο του μυθιστόρημα (Unser Deutschlandmärchen/Το δικό μας γερμανικό παραμύθι, Εκδόσεις microtext 2022) έγραψε αδιαμφισβήτητα «λογοτεχνία των γκάσταρμπάιτερ» υψηλής αισθητικής. Το δικό μου βιβλίο όμως δεν εστιάζει στην πρώτη, αλλά κυρίως στη δεύτερη γενιά μεταναστών και κατά συνέπεια πραγματεύεται διαπολιτισμικά θέματα, ζητήματα υβριδικών ταυτοτήτων και γλωσσικών και πολιτισμικών αναπλαισιώσεων".

Το μυθιστόρημα περνάει από την μεταναστευτική στην μετα-μεταναστευτική (post-migration) λογοτεχνία, περιλαμβάνει δηλαδή την πρώτη γενιά, που είναι η γενιά της προσφυγιάς των παππούδων, τη δεύτερη γενιά, κατ΄ουσίαν την πρώτη γενιά των Γκάσταρμπάιτερ και τέλος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα εγγόνια, δηλαδή τη δεύτερη γενιά μεταναστών.

Όπως είπα, το βιβλίο σκιαγραφεί τη δεύτερη κυρίως γενιά και γι΄ αυτό είναι ένα βιβλίο καθαρά μετα-μεταναστευτικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με έρευνές μου είναι το πρώτο μυθιστόρημα δίγλωσσης/ου συγγραφέα που εκδόθηκε από ελληνικό εκδοτικό οίκο και πραγματεύεται το θέμα της δεύτερης γενιάς μεταναστών στη Γερμανία, κάτι που αυτομάτως οδηγεί σε ζητήματα διαπολιτισμικής ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, ελληνογερμανικών σχέσεων και κυρίως διεπαφών. Βεβαίως, όταν έγραφα το βιβλίο δεν γνώριζα πως δεν έχει γραφτεί κάποιο ανάλογης θεματικής"

Ο χορός του Χάντινγκτον

  

Γράφει η Κυριακή Γανίτη(Dominica Amat)

    Οι ζωές των ανθρώπων είναι,κατά κόρον,παράλληλες. Υπάρχουν φορές που δεν συναντιώνται σε κανένα σημείο καί άλλες φορές τέμνονται καί ''συγκρούονται'' ύστερα από ένα καπρίτσιο της μοίρας με ολέθρια μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Καί η ανθρώπινη ψυχή,εκεί,να προσπαθεί να ''υποταχθεί'' καί να βαδίσει στα βήματα που της επιβάλλει ένας χορός που ενισχύει όλο καί περισσότερο την τραγικότητα τόσο των προσώπων,όσο καί των καταστάσεων που βιώνουν. Γιατί αν το καλοσκεφτούμε,όλη μας η ζωή μπορεί να παρομοιαστεί με διάφορα είδη χορού,ανάλογα με το τι επικραττεί τη δεδομένη στιγμή. Σαν ο πραγματικός χορός καί η διάρκειά του να είναι ένα καί το αυτό με την αληθινή ζωή. Όπως η μουσική που τον συνοδεύει μας γεννά ποικίλα συναισθήματα,το ίδιο ισχύει καί με τις όποιες εμπειρίες. Έτσι καί τα βήματα καί οι όποιες χειρονομίες προσιδιάζουν με τις χορευτικές κινήσεις...

    Ανέκαθεν θεωρούσα πως οι όποιες σπουδές καί η τριβή ενός ανθρώπου με ένα γνωστικό αντικείμενο,αργά ή γρήγορα,με κάποιον τρόπο,-ακόμα κι αν δεν ασκήσει ποτέ το συγκεκριμένο επάγγελμα-,καταφέρνουν καί επηρεάζουν θετικά το πως αντιλαμβάνεται το οτιδήποτε,τον τρόπο σκέψης του,καθώς καί τη δυνατότητα να ''ερευνήσει'' κάτι που μπορεί να τον ενδιαφέρει από πληθώρα οπτικών. Προσωπικά το βρίσκω πολύ δελεαστικό κι ελκυστικό. Έτσι λοιπόν καί ο συγγραφέας Μιχάλης Πατένταλης βασίζεται στην ιδιότητα καί τις εμπειρίες του ως ψυχαναλυτής καί μέσα από το νέο του μυθιστόρημα,με τίτλο ''Ο χορός του Χάντινγκτον" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος,αναδεικνύει το πόσο εύθραυστη καί συνάμα θλιβερή μπορεί να είναι η ανθρώπινη ψυχή απέναντι σε ένα πένθιμο χορευτικό σκηνικό. Πρόκειται για ένα ιδιάζον ψυχολογικό θρίλερ από το οποίο το αίσθημα του τρόμου δεν προκύπτει από κάποιον εξωγενή τρομακτικό παράγοντα,αλλά από τα τερτίπια της ζωής καί τα παιχνίδια που παίζει εις βάρος των ανθρώπων.

   Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου,γοητεύτηκα από την εικόνα του εξωφύλλου. Για μένα αυτή η δωρικότητα,που το χαρακτηρίζει,εκπέμπει μία άηχη λυρικότητα χάρη στην στατική καί ταυτόχρονα εναρμονισμένη με το ρυθμό κίνηση του προσώπου. Βρήκα δε ευφυή την κίνηση να μην της αποδίδονται χαρακτηριστικά του ενός από τα δύο φύλα. Έτσι η ταύτιση του συνόλου του αναγνωστικού κοινού με το συγκεκριμένο πρόσωπο γίνεται πιο εφικτή καί με ομαλό τρόπο. Έπειτα,αυτός ο αλλιώτικος τίτλος,που πρώτη φορά άκουγα την ορολογία ''Χάντινγκτον'' με έβαλε σε σκέψεις για το τι μπορεί να ήταν καί το πως συνδεόταν με την υπόθεση.

   "Ο Ρενέ, ένα επιτυχηµένο στέλεχος µεγάλης φαρµακοβιοµηχανίας, ανοίγει κάθε µέρα το παράθυρό του για να απολαύσει τη θέα που του προσφέρει η γραφική Μονµάρτη, όπου ζει µε τη γυναίκα του Κιρστίν. Η ζωή τους όµως ανατρέπεται βίαια όταν ο Ρενέ µαθαίνει πως πάσχει από µια σπάνια νόσο. Η πρίµα µπαλαρίνα στο Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού, Ζανέτ Βιονέ, ύστερα από τη ρήξη της µε τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ πηγαίνει στο Λονδίνο, για να συνεχίσει την καριέρα της στη Βασιλική Όπερα. Εκεί γνωρίζονται µε τον απελπισµένο Ρενέ, ο οποίος θα µετατρέψει µαζί της την ασθένειά του σε πραγµατική χορογραφία, σε έναν µοναδικό χορό-καταβύθιση στον ανθρώπινο πόνο. Ο ποδηλάτης Λαρς Βερλέν προετοιµάζεται πυρετωδώς για το «Tour de France», ψάχνοντας τρόπους που θα του διασφαλίσουν µια αξιοπρεπή θέση στον αγώνα." διαβάζουμε στην περίληψη του οπισθοφύλλου καί αμέσως καταλαβαίνουμε πως αυτοί οι τρεις άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι θα ενωθούν κατά έναν ιδιαίτερο καί αναπάντεχο τρόπο με αποτέλεσμα να καθοριστεί ριζικά το παρόν καί το μέλλον,όχι μόνο των ιδίων,αλλά κι άλλων ανθρώπων.Τρεί άνθρωποι σε καίριες στιγμές της ζωής τους που θα πρέπει να πάρουν το ρίσκο καί να επιλέξουν αν θα τα παίξουν όλα για όλα,ή,αν θα παραμείνουν,-φαινομενικά καί κυριολεκτικά-,εγκλωβισμένοι σε μία πραγματικότητα που είτε την επέλεξαν,ή,τους επιβλήθηκε. 

   Κι έρχομαι να σας ρωτήσω. Θεωρείτε πως είναι εγωϊστικό να αφήσετε πίσω σας όλα σας καταπιέζουν,ή,σας κάνουν να νιώθετε άβολα; Ένα νέο ξεκίνημα θα φέρει όσα επιθυμείτε,ή,είναι μία στιγμιαία πλάνη; Η ψυχική καί σωματική υγεία ενός ανθρώπου θα πρέπει να είναι το κύριο μέλημά του. Με το να μην μοιραστεί το βάρος μίας ασθένειας με τους αγαπημένους του,δεν είναι υπερηφάνεια,αλλά πράξη ανιδιοτέλειας. Για να μην γεμίσει με πόνο εκείνα τα πρόσωπα. Βέβαια,μπορεί να θεωρηθεί καί ως προδοσία από εκείνα. Λεπτές οι ισορροπίες κι ακόμα πιο δύσκολες οι όποιες αποφάσεις. Καί το κόστος αυτών των αποφάσεων δυσθεώρητο καί δυσβάσταχτο.

   Με λεπτούς,σχεδόν χειρουργικούς,χειρισμούς ο συγγραφέας έρχεται με την εστιασμένη καί καθαρή γραφή του καί υφαίνει πάνω στο χαρτί ένα κεντητό που απεικονίζει τις ψυχές των ηρώων του. Άν καί συνηθίζω να ταυτίζομαι ως έναν βαθμό με ένα λογοτεχνικό πρόσωπο του εκάστοτε βιβλίου που διαβάζω,στο παρόν μυθιστόρημα ένιωσα όλους κι όλες κοντά μου. Ναι,υπήρξαν στιγμές που θύμωσα,αλλά καί πάλι τους/τις κατανόησα καί δικαιολόγησα. Προσπάθησα να μπω στην θέση τους καί να σκεφτώ πως θα αντιδρούσα σε ανάλογη περίπτωση καί ξέρετε που κατέληξα; Πως αν δεν βιώσεις το ίδιο,όσο καλή πρόθεση καί να έχεις,δεν είναι εφικτό να καταλάβεις τον άλλον απόλυτα.

    Το μυθιστόρημα,-κατ'εμέ-,ακολουθεί το τρίπτυχο των αρχαίων τραγωδιών με την διαφορά πως την ύβρι βλέπουμε να την ακολουθεί η νέμεση,αλλά να μην έρχεται η πολυπόθητη λύτρωση. Γιατί τίποτα δεν ξεχνιέται καί έρχεται η ζωή να εισπράξει τον απαιτούμενο φόρο για όσα θελήσαμε κατά το παρελθόν. Ναι,σε γενικές γραμμές μου άρεσε το βιβλίο. Ειδικά από την μέση καί μέχρι τον εξαιρετικό του επίλογο με έκανε να μην θέλω να το αφήσω από τα χέρια μου. Αναζητήστε το!

Καλή ανάγνωση!

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΕΝΤΑΛΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ